μεθοδικός

μεθοδικός
-ή, -ό (Α μεθοδικός, -ή, -όν) [μέθοδος]
αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικός («μεθοδικός ερευνητής»)
νεοελλ.-μσν.
(για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία»)
αρχ.
1. πανούργος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ μεθοδικόν
η μεθοδικότητα
β) στον πληθ. Μεθοδικά
τίτλος ρητορικού συγγράμματος τού Αριστοτέλη που δεν έχει διασωθεί και το οποίο πιθανώς πραγματευόταν θέματα λογικής
3. φρ. α) «μεθοδικοὶ ἰατροί» — οπαδοί τής μεθοδικής αιρέσεως
β) «μεθοδικὴ αἵρεσις» — αρχαία επιστημονική ιατρική σχολή η οποία έθεσε τα πρώτα θεμέλια τής στερεοπαθολογίας και αντιτάχθηκε στις υγρολογικές χυμοπαθολογικές θεωρίες τού Ιπποκράτη
γ) «μεθοδικοί τρόποι» — οι πρώτες βοήθειες.
επίρρ...
μεθοδικώς και -ά (Α μεθοδικῶς)
με μεθοδικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεθοδικός — going to work by rule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικός — ή, ό αυτός που γίνεται με μέθοδο, ο συστηματικός: Κάνει πάντα μεθοδική έρευνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθοδικά — μεθοδικός going to work by rule neut nom/voc/acc pl μεθοδικά̱ , μεθοδικός going to work by rule fem nom/voc/acc dual μεθοδικά̱ , μεθοδικός going to work by rule fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικώτερον — μεθοδικός going to work by rule adverbial comp μεθοδικός going to work by rule masc acc comp sg μεθοδικός going to work by rule neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικῶν — μεθοδικός going to work by rule fem gen pl μεθοδικός going to work by rule masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικόν — μεθοδικός going to work by rule masc acc sg μεθοδικός going to work by rule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικαῖς — μεθοδικός going to work by rule fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικοῖς — μεθοδικός going to work by rule masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικοί — μεθοδικός going to work by rule masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθοδικοῦ — μεθοδικός going to work by rule masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”